- υπεροξειδώνω
- Ν1. οξειδώνω σε μεγαλύτερο βαθμό2. χημ. μετατρέπω ένα οξείδιο σε υπεροξείδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. peroxidize < λατ. per «πολύ, υπερβολικά» + αγγλ. oxidize (πρβλ. οξ[ε]ιδώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεροξειδώνω — υπεροξείδωσα, υπεροξειδώθηκα, υπεροξειδωμένος, μεταβάλλω σε υπεροξείδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)